- κουκλοθέατρο
- τοθέατρο ανδρεικέλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
ανδρείκελα — Οι μικρές κούκλες που χρησιμοποιούνται στο κουκλοθέατρο. Είναι συνήθως κατασκευασμένες από ξύλο, χαρτόνι ή άλλο υλικό και κινούνται με το χέρι ή τις τραβούν κατάλληλα με κλωστές ή λεπτά σύρματα. Τα α. είναι γνωστά από την αρχαία εποχή και… … Dictionary of Greek
Βαλάση, Ζωή — (Αθήνα 1945 ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την κριτική βιβλίου, την πεζογραφία και την παιδική λογοτεχνία… … Dictionary of Greek
Ομπρατσόφ, Σεργκέι Βλαντιμίροβιτς — (Sergey Vladimirovich Obraztsov, Μόσχα 1901 – 1992). Σοβιετικός καλλιτέχνης θεάτρου μαριονέτων. Παρακολούθησε μαθήματα στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική και αρχιτεκτονική αλλά τελικά έγινε ηθοποιός για να ασχοληθεί τελικά με το θέατρο των… … Dictionary of Greek
Φασουλής — ο πληθ. ήδες 1. ονομασία του κυριότερου κωμικού προσώπου στο κουκλοθέατρο. 2. το κουκλοθέατρο: Βγάλαμε εισιτήρια για το φασουλή. 3. μτφ., άνθρωπος κωμικός, γελοίο πρόσωπο, φαιδρό υποκείμενο: Δεν έχει σοβαρότητα·είναι φασουλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Fasoulis — (griechisch Φασουλής, auch Fasulis transkribiert) bezeichnet die komische Hauptfigur einer griechischen Form des Puppentheaters und auch diese Form des Puppentheaters. Etwa zur gleichen Zeit wie das Karagiozis Schattentheater aus dem… … Deutsch Wikipedia
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
μαριονέτα — Είδος κούκλας, η οποία προορίζεται για θεατρικές παραστάσεις. Η ιδιομορφία της συνίσταται στο γεγονός ότι αντιγράφει στην ανατομία του ανθρώπου και κινείται με νήματα δεμένα στο κεφάλι και στις αρθρώσεις της. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο. Οι μ … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
φασουλής — Το κύριο πρόσωπο του ελληνικού λαϊκού θεάτρου ανδρείκελων. Ο Φ. είναι ασχημοπρόσωπος, συνήθως μονόφθαλμος, με μεγάλη μύτη και φορά φέσι με μακρύ θύσανο. Ανάλογα πρόσωπα υπάρχουν και στα λαϊκά θέατρα ανδρείκελων και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως ο… … Dictionary of Greek